- ποικιλοχλώρωση
- η, Ν(φυτοπαθ.) η εναλλαγή σε ένα φύλλο ή άλλο όργανο διαφόρων αποχρώσεων τού πράσινου χρώματος, χωρίς σαφή όρια διαχωρισμού μεταξύ τών αποχρώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek